Упоение στα ελληνικά
Μετάφραση: упоение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιχμαλωτίζω, έκσταση, κοκκινίζω, σπασμός, αιχμαλωσία, μέθη, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, μέθης, δηλητηρίαση από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алиби στα ελληνικά - άλλοθι, το άλλοθι, δικαιολογία, άλλοθι για
- анархист στα ελληνικά - αναρχικός, αναρχική, αναρχικό, αναρχικών, αναρχικού
- бередить στα ελληνικά - ενοχλώ, ταλαιπωρία, μπελάς, παρενοχλώ, ερεθίζω, φασαρία, ζεσταίνω, ...
- глупо στα ελληνικά - απλά, απλώς, ανόητα, foolishly, ανοήτως, απερίσκεπτα, ανόητο
Τυχαίες λέξεις
Упоение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιχμαλωτίζω, έκσταση, κοκκινίζω, σπασμός, αιχμαλωσία, μέθη, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, μέθης, δηλητηρίαση από
Μεταφράσεις: αιχμαλωτίζω, έκσταση, κοκκινίζω, σπασμός, αιχμαλωσία, μέθη, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, μέθης, δηλητηρίαση από