Λέξη: εισβολέας
Σχετικές λέξεις: εισβολέας
εισβολέας - η μπουμπού του fb, εισβολέας - σε πίνω λίγο λίγο, εισβολέας - eversor το κουτόχορτο στιχοι, εισβολέας & eversor - καμικάζι, εισβολέας - τα παιδικά μου χρόνια, εισβολέας παιδιά του δρόμου lyrics, εισβολέας & eversor - καμικάζι lyrics, εισβολέας - eversor το κουτόχορτο stixoi, εισβολέας - έχω το θέμα μου (στίχοι), εισβολέας - δεν παίρνεις από λόγια
Μεταφράσεις: εισβολέας
εισβολέας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invader, raider, intruder, attacker, hacker
εισβολέας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
intruso, invasor, agresor, atacante, el atacante, malintencionado
εισβολέας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angreifer, eindringling, Angreifer, Angreifers
εισβολέας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pillard, importun, envahisseur, intrus, maraudeur, agresseur, gêneur, cambrioleur, attaquant, pirate, malveillant, assaillant
εισβολέας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intruso, invasore, assalitore, aggressore, attaccante, utente malintenzionato, malintenzionato
εισβολέας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atacante, invasor, intruso, agressor
εισβολέας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanvaller, kwaadwillende, hacker, de aanvaller
εισβολέας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
захватчик, самолет, посягатель, самозванец, налётчик, оккупант, налетчик, самолет-нарушитель, рейдер, атакующий, злоумышленник, злоумышленнику, нападающий, взломщик
εισβολέας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
angriper, angriperen, angripe, inntre
εισβολέας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
angripare, angriparen, angripa, anfallaren, attackerare
εισβολέας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyökkääjä, hyökkääjän, hyökkääjälle, hyökkääjät, hyökkääjää
εισβολέας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hacker, angriber, angriberen, hackeren
εισβολέας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lupič, vetřelec, okupant, nájezdník, zloděj, útočník, útočníkovi, útočníka
εισβολέας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
włamywacz, intruz, natręt, komandos, napastnik, zaborca, najeźdźca, okupant, atakująca, atakujący, atakujÄ, atakującej
εισβολέας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megszálló, betolakodó, támadó, támadónak, támadók, a támadó, a támadók
εισβολέας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saldırgan, saldırganın, bir saldırganın
εισβολέας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рейд, вторгається, вторгатися, наліт, атакуючий, атакувальний, атакує, що атакує
εισβολέας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushtues, sulmues, sulmuesi, sulmuesit, sulmues i, sulmuesi i
εισβολέας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заварчик, хакер, нападател, атакуващият, нападателя, нападателят
εισβολέας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атакуючы, атакавалы, атакавальны
εισβολέας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sissetungija, ründaja, ründajal, ründajat, ründajale, hyökkääjän
εισβολέας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nametljivac, napadač, napadaču, napadača, napadac, je napadač
εισβολέας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árásarmaður, er árásarmaður
εισβολέας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užpuolikas, puolėjas, įsilaužėlis, įsilaužėliui, atakującej
εισβολέας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzbrucējs, uzbrucēju, uzbrucējam, uzbrucēja
εισβολέας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
напаѓачот, напаѓач, на напаѓачот, напаѓачот се
εισβολέας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
intrus, invadator, atacator, atacatorul, atacatorului, atacator de, atacant
εισβολέας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jezdec, nájezdník, napadalec, napadalcu, napadalca, napadalci
εισβολέας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
okupant, útočník, krídelník, utocnik