Уполномочить στα ελληνικά

Μετάφραση: уполномочить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπιστεύω, φανελάκι, εξουσιοδοτώ, φανέλα, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Уполномочить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • багряник στα ελληνικά - Ιούδας, Ο Ιούδας, judas, Ιούδα, τον Ιούδα
  • боярышник στα ελληνικά - λευκάκανθρα, λευκάγκαθα, μοσφιλιάς, Hawthorn, κραταίγου
  • вагон-платформа στα ελληνικά - κάρο, βαγόνι, φορτάμαξας, wagon, βαγονιού
  • грызня στα ελληνικά - μάχη, καταπολεμώ, μάχομαι, διαπληκτισμοί, διαπληκτισμούς, μικροκαυγά, διαπληκτισμών, ...
Τυχαίες λέξεις
Уполномочить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπιστεύω, φανελάκι, εξουσιοδοτώ, φανέλα, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν