Упомянуть στα ελληνικά
Μετάφραση: упомянуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναφορά, αναφέρω, θυμάμαι, αναφέρουμε, αναφέρει, αναφέρουν, αναφέρετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апериодический στα ελληνικά - απεριοδικός, απεριοδικές, απεριοδικής, απεριοδικό, απεριοδικά
- бесхарактерный στα ελληνικά - ασπόνδυλος, απρόσωπου, χωρίς χαρακτήρα
- бюрократия στα ελληνικά - γραφειοκρατία, γραφειοκρατίας, της γραφειοκρατίας, τη γραφειοκρατία, η γραφειοκρατία
- жучить στα ελληνικά - zhuchit
Τυχαίες λέξεις
Упомянуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναφορά, αναφέρω, θυμάμαι, αναφέρουμε, αναφέρει, αναφέρουν, αναφέρετε
Μεταφράσεις: αναφορά, αναφέρω, θυμάμαι, αναφέρουμε, αναφέρει, αναφέρουν, αναφέρετε