Употреблять στα ελληνικά

Μετάφραση: употреблять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφαρμόζω, χρήση, βάζω, αιτούμαι, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Употреблять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ведомство στα ελληνικά - ίδρυμα, ίδρυση, γραφείο, θεσμός, θώκος, Office, γραφείου, ...
  • вопросник στα ελληνικά - ερωτηματολόγιο, ερωτηματολογίου, στο ερωτηματολόγιο, ερωτηματολόγιο που, ερωτηματολόγια
  • восьмиугольный στα ελληνικά - οκταγωνικός, οκταγωνικό, οκταγωνική, οκταγωνικού, οκτάγωνο
  • дюгонь στα ελληνικά - Ντιγκόνγκ, φώκιες, Dugong, θαλάσσια αγελάδα
Τυχαίες λέξεις
Употреблять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφαρμόζω, χρήση, βάζω, αιτούμαι, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση