Упредить στα ελληνικά
Μετάφραση: упредить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προειδοποιώ, προλαμβάνω, προχρονολογούμαι, προκαταλαμβάνω, προαγοράζω, προκατέχω, προκαταλάβει, προκαταλάβει τις, να προκαταλάβει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- велик στα ελληνικά - χοντρός, μεγάλος, πρόστυχος, απίθανος, πρωτεύουσα, ακαθάριστος, αισχρός, ...
- гаэл στα ελληνικά - Ο Gael, Gael, Γκαέλ, τον Gael, του Gael
- дом στα ελληνικά - οίκος, ίδρυση, κτήριο, καλύβα, υπόστεγο, σπίτι, σπιτιού, ...
- дотягивать στα ελληνικά - επισύρω, σέρνω, ζωγραφίζω, τραβώ, έλκω, κρατήστε, κρατήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Упредить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προειδοποιώ, προλαμβάνω, προχρονολογούμαι, προκαταλαμβάνω, προαγοράζω, προκατέχω, προκαταλάβει, προκαταλάβει τις, να προκαταλάβει
Μεταφράσεις: προειδοποιώ, προλαμβάνω, προχρονολογούμαι, προκαταλαμβάνω, προαγοράζω, προκατέχω, προκαταλάβει, προκαταλάβει τις, να προκαταλάβει