Упрекнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: упрекнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπληξη, όνειδος, μομφή, μομφής, προσάψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безъядерный στα ελληνικά - απαλλαγμένη από πυρηνικά όπλα, αποπυρηνικοποιημένη, χωρίς πυρηνικά, απαλλαγμένο από πυρηνικά, αποπυρηνικοποιημένης
- вертолет στα ελληνικά - ελικόπτερο, ελικοπτέρου, ελικοπτέρων, ελικόπτερα, του ελικοπτέρου
- вой στα ελληνικά - ουρλιάζω, ουρλιαχτό, ουρλιάζουν, howl, κραυγή
- втоптанный στα ελληνικά - καταπατημένος, καταπιεσμένα, τσαλαπατημένη, τσαλαπατημένου, καταδυναστευμένη
Τυχαίες λέξεις
Упрекнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπληξη, όνειδος, μομφή, μομφής, προσάψει
Μεταφράσεις: επίπληξη, όνειδος, μομφή, μομφής, προσάψει