Урегулирование στα ελληνικά
Μετάφραση: урегулирование, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρύθμιση, κανονισμός, οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аудитория στα ελληνικά - διάλεξη, δωμάτιο, παρουσία, χώρος, ακροατήριο, νουθετώ, αίθουσα, ...
- благодушный στα ελληνικά - είδος, καλόβουλος, καλός, ευγενικός, συνετός, φρόνιμος, ευμενής, ...
- воодушевлять στα ελληνικά - εμπνέω, σπιθοβολώ, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
- гелиотроп στα ελληνικά - ηλιοτρόπιο, ηλιοτροπίου, ηλιοτρόπιου, ηλιοτροπίου που, το ηλιοτρόπιο
Τυχαίες λέξεις
Урегулирование στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρύθμιση, κανονισμός, οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
Μεταφράσεις: ρύθμιση, κανονισμός, οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό