Усидчивый στα ελληνικά

Μετάφραση: усидчивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργατικός, επιμελής, ενδελεχής, βραδύ βάδισμα, ανιαρό, επίπονο βάδισμα
Усидчивый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • воспользоваться στα ελληνικά - αγκάλιασμα, αγκαλιάζω, χρησιμοποιώ, κατάσχω, καταλαμβάνω, χρήση, να επωφεληθούν από, ...
  • диамант στα ελληνικά - λαμπερός, έξοχος, διαμάντι, φανταστικός, διαμαντιών, διαμάντια, με διαμάντια, ...
  • достраивать στα ελληνικά - τέλος, τερματισμός, ολοκληρώνω, τελειώνω, ολόκληρος, περατώνω, κτίριο, ...
  • единый στα ελληνικά - μόνο, συνηθισμένος, κοινός, μονόκλινος, ιδιόμορφος, μόνος, ανύπαντρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Усидчивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργατικός, επιμελής, ενδελεχής, βραδύ βάδισμα, ανιαρό, επίπονο βάδισμα