Усилительный στα ελληνικά
Μετάφραση: усилительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτακτικός, εντατικός, ενίσχυση, ενίσχυσης, ενισχύσεως, την ενίσχυση, πολλαπλασιασμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аббревиатура στα ελληνικά - συντομογραφία, σύντμηση, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
- американизировать στα ελληνικά - εξαμερικανίζω
- викторина στα ελληνικά - κουίζ, quiz, το κουίζ, παιχνίδι γνώσεων, τεστ
- домкрат στα ελληνικά - γρύλος, Jack, ο Jack, του Jack, γρύλο
Τυχαίες λέξεις
Усилительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτακτικός, εντατικός, ενίσχυση, ενίσχυσης, ενισχύσεως, την ενίσχυση, πολλαπλασιασμού
Μεταφράσεις: επιτακτικός, εντατικός, ενίσχυση, ενίσχυσης, ενισχύσεως, την ενίσχυση, πολλαπλασιασμού