Усилиться στα ελληνικά
Μετάφραση: усилиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενισχύω, εμπεδώνω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, καρδαμώνω, ανατέλλω, αύξηση, ενδυναμώνω, επιδεινώσει, επιδεινωθεί, επιδεινωθούν, επιδεινώσουν, να επιδεινώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виньетка στα ελληνικά - βινιέτα, σήμα τέλους, ευρωπαϊκό σήμα τέλους, σύντομο χρονογράφημα, vignette
- горняк στα ελληνικά - ανθρακωρύχος, ελάχιστος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
- грегори στα ελληνικά - Γρηγόριος, Gregory, Γρηγορίου, Γρηγόρης, Γρηγόριο
- дубняк στα ελληνικά - oakery
Τυχαίες λέξεις
Усилиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενισχύω, εμπεδώνω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, καρδαμώνω, ανατέλλω, αύξηση, ενδυναμώνω, επιδεινώσει, επιδεινωθεί, επιδεινωθούν, επιδεινώσουν, να επιδεινώσει
Μεταφράσεις: ενισχύω, εμπεδώνω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, καρδαμώνω, ανατέλλω, αύξηση, ενδυναμώνω, επιδεινώσει, επιδεινωθεί, επιδεινωθούν, επιδεινώσουν, να επιδεινώσει