Ускользнуть στα ελληνικά

Μετάφραση: ускользнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφεύγω, γλίστρημα, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση
Ускользнуть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аффект στα ελληνικά - εκζήτηση, επιτήδευση, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
  • встряхивание στα ελληνικά - ταραχή, ανακίνηση, αναταραχή, ανάδευση, ανάδευσης
  • вычислить στα ελληνικά - λογαριάζω, υπολογίζω, υπολογισμό, υπολογίσει, υπολογίζουν, τον υπολογισμό, υπολογίζει
  • галеас στα ελληνικά - Γαλεάσσα
Τυχαίες λέξεις
Ускользнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφεύγω, γλίστρημα, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση