Условный στα ελληνικά
Μετάφραση: условный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωρινός, ονομαστικός, συμβατικός, υπό όρους, όρους, αίρεση, εξαρτάται, εξαρτάται από
Μεταφράσεις
- вмуровать στα ελληνικά - τοίχος, σε τοίχο, στον τοίχο, στο τοίχωμα, με το τοίχωμα, με τοίχο
- воровать στα ελληνικά - σφετερίζομαι, λεηλατώ, μπριζόλα, απάγω, κλοπή, κλέβω, κλέψει, ...
- вышагивать στα ελληνικά - δρασκελιά, βηματίζω, φόρα, διάβημα, ρυθμός, βήμα, ρυθμό, ...
- европеец στα ελληνικά - Ευρωπαϊκό, Ευρωπαϊκή, Ευρωπαϊκής, Ευρωπαϊκού, Ευρωπαϊκών
Τυχαίες λέξεις
Условный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωρινός, ονομαστικός, συμβατικός, υπό όρους, όρους, αίρεση, εξαρτάται, εξαρτάται από
Μεταφράσεις: προσωρινός, ονομαστικός, συμβατικός, υπό όρους, όρους, αίρεση, εξαρτάται, εξαρτάται από