Λέξη: τομή

Σχετικές λέξεις: τομή

τομή ξύλινης στέγης, τομή σφαίρας και επιπέδου, τομή αβετε, τομή και ένωση συνόλων, τομή στέγης, τομή συνόλων, τομή καισαρικήσ, τομή στην ενημέρωση, τομή σκάλας, τομή φροντιστήριο, χρυσή τομή

Συνώνυμα: τομή

κόψιμο, ελάττωση, μερίδιο, χαρακιά, δηκτικός, τμήμα, εντομή, εγκοπή, σχίσιμο, αντιπροσωπευτικό δείγμα

Μεταφράσεις: τομή

τομή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
section, incision, cut, cutting

τομή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tramo, departamento, sección, segmento, división, sección de, la sección, la sección de, apartado

τομή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
segmentieren, profil, sektion, lektion, grabungsschnitt, abteilung, trakt, paragraph, segment, abschnitt, Schnitt, Teil, Sektion, Kapitel

τομή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fraction, portion, chapitre, part, fascicule, rayon, coup, paragraphe, élément, section, division, tranche, département, coupe, article, spécialité, l'article, la section, partie

τομή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compartimento, scompartimento, dipartimento, tratto, sezione, divisione, segmento, taglio, serie, reparto, parte, paragrafo, la sezione, capitolo

τομή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
divisão, secção, compartimento, secretária, especialidade, seção, seção de, secção de, a seção

τομή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
divisie, tak, baanvak, branche, afdeling, vak, verdeling, sectie, deling, legerafdeling, departement, geleding, paragraaf, doorsnede, gedeelte

τομή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
раздел, звено, пересечение, сегмент, статья, разрез, подборка, графа, рассечение, подотдел, профиль, отделение, секция, часть, отдел, параграф, сечение

τομή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avsnitt, snitt, avdeling, seksjon, seksjonen, avsnittet, §

τομή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avdelning, sektion, sektionen, avsnitt, avsnittet

τομή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pykälä, jako, divisioona, lohko, viilto, jaosto, jakaminen, soppi, osasto, lääni, jakolasku, luku, jakso, osa, osiosta, osassa, §

τομή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afdeling, deling, division, ministerium, departement, sektion, afsnit, afsnittet, punkt, del

τομή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
část, kapitola, oddíl, odstavec, odbor, průřez, paragraf, rubrika, řez, řezání, oddělení, sekce, dílec, pitva, úsek, obor, sekci

τομή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kształtownik, oddział, fragment, podrozdział, rozdział, rozcinanie, sekcja, cięcie, profil, punkt, przekrój, część, odcinek, paragraf, dział

τομή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
negyed, gerezd, profil, alfaj, keresztszelvény, szegmens, ácsolatszakasz, elmetszés, melléklet, hálókocsi-fülke, hossz-szelvény, részleg, rész, szakasz, szakaszban, részben, fejezetben

τομή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parça, şube, kısım, fasıl, bölüm, bölge, bolum, daire, bölümü, bölümde

τομή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
параграф, підрозділяти, відділ, сегмент, перетин, розділ, розділу, профіль, розділі, поділ

τομή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
seksion, pjesë, seksioni, seksionin, seksioni i

τομή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
секция, раздел, вписванията за, част, вписванията за град

τομή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раздзел, профіль, падзел, частка, частку

τομή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rubriik, osa, lõik, jagu, sektsioonis, jaos

τομή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sekcija, profil, blok, četvrt, rastaviti, odlomak, odjeljak, dio, poglavlje, odjeljku

τομή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kafli, kafla, hluti, hluta, í kafla

τομή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
divizija, skyrius, departamentas, skyriuje, skirsnis, skirsnyje, dalis

τομή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
segments, divīzija, daļa, nodaļa, ministrija, daiva, departaments, sekcija, sadaļu, sadaļā, sadaļa

τομή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
секција, дел, оддел, делот, делница

τομή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
departament, divizie, secțiune, secțiunea, sectiunea, pct, sectiune

τομή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
paragraf, del, oddelek, segment, odsek, razdelek, poglavje, oddelku

τομή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
segment, paragraf, časť, časti

Στατιστικά δημοτικότητας: τομή

Τυχαίες λέξεις