Λέξη: ισόβιος

Σχετικές λέξεις: ισόβιος

ισόβιος δεσμός, ισόβιος αποκλεισμός κατίδη από την εθνική, ισόβιος αποκλεισμός για κατσουράνη τζαβέλλα, ισόβιος υπουργός οικονομικών, ισόβιος αποκλεισμός του κατίδη, ισόβιος αποκλεισμός κατίδη

Συνώνυμα: ισόβιος

ολόκληρος

Μεταφράσεις: ισόβιος

ισόβιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
life, livelong, lifelong, lifetime, the life, for life

ισόβιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
animación, vida, livelong

ισόβιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lebenszeit, lebhaftigkeit, lebendigkeit, biographie, standzeit, lebensdauer, lebensbeschreibung, nutzungsdauer, leben, lebenserwartung, livelong, lieben langen, ganzen lieben

ισόβιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
biographie, entrain, animation, vitalité, jour, existence, vie, livelong

ισόβιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vita, vivezza, livelong

ισόβιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tenente, vida, biografia, viver, livelong, do livelong

ισόβιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hachje, leven, biografie, livelong, godganse

ισόβιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
существование, долговечность, оживление, житье, житие, быт, жизнь, срок, натура, общество, живность, биография, жизнеописание, живость, занятость, житьё, вечный, деньской

ισόβιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
liv, livelong

ισόβιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
liv, livelong

ισόβιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eliö, eloisuus, elämäkerta, ikä, henki, elo, elävyys, elämä, olo, elämäntarina, pirteys, koko pitkän

ισόβιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
levetid, liv, livelong, udslagne

ισόβιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
živost, životnost, život, celičký

ισόβιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trwałość, egzystencja, energia, żywot, życie, pożycie, dożywocie, żywotność, livelong

ισόβιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
naphosszat, élethosszig, hosszadalmas

ισόβιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ömür, canlılık, biyografi, omur, livelong, bitmez tükenmez

ισόβιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лейтенанти, вічний, вічне, вічна, вічного

ισόβιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jeta, jetë, i gjithë

ισόβιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
живот, цял

ισόβιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вечны, вечнае, вечный, вечная

ισόβιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elu, Kogu pika

ισόβιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
životni, život, stvarnost, osoba, životne, životu, cijel, cio, trajan, cio bogovetni

ισόβιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líf, líferni, æfi, livelong

ισόβιος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vita

ισόβιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyvenimas, biografija, gyvybė, Amžiną, Mūžīgs

ισόβιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
biogrāfija, dzīve, mūžs, vesels, mūžīgs

ισόβιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
животот, живот, биографија, livelong

ισόβιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
biografie, viaţă, via, trainic, care trece încet, nesfârșit, veșnic

ισόβιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
život, življenje, livelong

ισόβιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
život, životní, celučičký, celičký, tomu celú, celučký
Τυχαίες λέξεις