Устанавливать στα ελληνικά

Μετάφραση: устанавливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυτό, αναλογία, εγκαθιδρύω, υπολογίζω, εξακριβώνω, εγκαθιστώ, βουνό, αποσπώ, φτιάχνω, κανονίζω, εγκαθίσταμαι, εργοστάσιο, αποφασίζω, καθορίζω, φυτεύω, ανεβαίνω, εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήστε, την εγκατάσταση, εγκαταστήσει
Устанавливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ввернуть στα ελληνικά - βιδώνω, βίδα, βιδώστε, βίδα σε, βιδώσετε, βιδώνετε, βιδώνονται
  • двенадцатеричный στα ελληνικά - δωδεκάδικο, δωδεκάδικος
  • джингоизм στα ελληνικά - σωβινισμός, σωβινισμό, σοβινισμού, φιλοπόλεμος πολιτική
  • домкрат στα ελληνικά - γρύλος, Jack, ο Jack, του Jack, γρύλο
Τυχαίες λέξεις
Устанавливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυτό, αναλογία, εγκαθιδρύω, υπολογίζω, εξακριβώνω, εγκαθιστώ, βουνό, αποσπώ, φτιάχνω, κανονίζω, εγκαθίσταμαι, εργοστάσιο, αποφασίζω, καθορίζω, φυτεύω, ανεβαίνω, εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήστε, την εγκατάσταση, εγκαταστήσει