Устаревать στα ελληνικά
Μετάφραση: устаревать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είμαι, μπαγιάτικος, διανύω, βρίσκομαι, μπαγιάτικο, έωλη, πολυδιατηρημένο, μπαγιάτικη
Μεταφράσεις
- аутсайдер στα ελληνικά - ξένος, αλλοδαπός, αουτσάιντερ, ξένο, outsider, παρείσακτη
- волан στα ελληνικά - κόμματος, πουλί, φτερό, Φτερού, shuttlecock, Ποδοπτέρισης
- вымирать στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, σβήνω, πεθαίνουν, πεθάνουν, σβήσει, εκλείπουν
- гомогенизировать στα ελληνικά - ομογενοποίηση, ομογενοποιεί, ομογενοποιούνται, ομογενοποιείται, ομοιογενοποιείται
Τυχαίες λέξεις
Устаревать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είμαι, μπαγιάτικος, διανύω, βρίσκομαι, μπαγιάτικο, έωλη, πολυδιατηρημένο, μπαγιάτικη
Μεταφράσεις: είμαι, μπαγιάτικος, διανύω, βρίσκομαι, μπαγιάτικο, έωλη, πολυδιατηρημένο, μπαγιάτικη