Устареть στα ελληνικά
Μετάφραση: устареть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ημερομηνία, χουρμάς, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бахвал στα ελληνικά - θρασύδειλος, νταής, καυχησιάρης, καυχηματίας
- вкатывать στα ελληνικά - κυλώ, κύλινδρος, ψωμάκι, τροχός, τροχό, ρόδα, τροχού, ...
- доспевать στα ελληνικά - μεστώνω, ωριμάζω, γίνομαι, αρμόζω, dospevat
- дружелюбность στα ελληνικά - φιλία, ερασμιότητα, amiability, φιλοφρονήσεις, φιλοφροσύνη
Τυχαίες λέξεις
Устареть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ημερομηνία, χουρμάς, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
Μεταφράσεις: ημερομηνία, χουρμάς, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου