Устремлять στα ελληνικά

Μετάφραση: устремлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λουρί, σκηνοθετώ, σκοπός, ορμή, τρέχω, μόλυβδος, γέρνω, σκοπεύω, κλίνω, καθοδηγώ, αποβλέπω, φτιάχνω, βιασύνη, απευθύνω, βλέψη, ηγούμαι, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten
Устремлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бескомпромиссный στα ελληνικά - τέλειος, Λειτουργικότητα απευθείας
  • генотип στα ελληνικά - γονότυπο, γονότυπος, γονότυπου, γονοτύπου, γενότυπο
  • двоебрачие στα ελληνικά - διγαμία, διγαμίας, η διγαμία, τη διγαμία
  • дортуар στα ελληνικά - κοιτώνα, κοιτώνες, κοιτώνας, ξενώνας, σε κοιτώνες
Τυχαίες λέξεις
Устремлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λουρί, σκηνοθετώ, σκοπός, ορμή, τρέχω, μόλυβδος, γέρνω, σκοπεύω, κλίνω, καθοδηγώ, αποβλέπω, φτιάχνω, βιασύνη, απευθύνω, βλέψη, ηγούμαι, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten