Усыновить στα ελληνικά
Μετάφραση: усыновить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδέχομαι, υιοθεσία, υιοθέτηση, υιοθετώ, υιοθετήσουν, εγκρίνει, να εγκρίνει, υιοθετούν, υιοθετήσει
Μεταφράσεις
- беловатый στα ελληνικά - υπόλευκος, υπόλευκο, λευκωπό, λευκωπή, υπόλευκα
- бобби στα ελληνικά - άγγλος αστυφύλακας, Bobby, Μπόμπι, Ο Bobby, Μπόμπυ
- водорез στα ελληνικά - ψαρόνι, Cutwater
- волокноотделитель στα ελληνικά - εκκοκκιστήριο βάμβακος, τζιν βαμβάκι, βαμβακοσυλλεκτικές, τις βαμβακοσυλλεκτικές
Τυχαίες λέξεις
Усыновить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, υιοθεσία, υιοθέτηση, υιοθετώ, υιοθετήσουν, εγκρίνει, να εγκρίνει, υιοθετούν, υιοθετήσει
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, υιοθεσία, υιοθέτηση, υιοθετώ, υιοθετήσουν, εγκρίνει, να εγκρίνει, υιοθετούν, υιοθετήσει