Λέξη: διάδοση
Σχετικές λέξεις: διάδοση
διάδοση θερμότητας, διάδοση φωτός, διάδοση θερμότητας με αγωγή, διάδοση του φωτός, διάδοση του ήχου slideboom, διάδοση θερμότητας με ακτινοβολία, διάδοση του ήχου, διάδοση συνώνυμα, διάδοση σφαλμάτων, διάδοση ήχου
Συνώνυμα: διάδοση
φήμη, θρύλος, έκταση, σκέπασμα, τραπέζι, διάχυση, εξάπλωση, διασπορά, δημοσίευση, διακήρυξη, διαπνοή, εφίδρωση, ανάδοση, συμβάν
Μεταφράσεις: διάδοση
διάδοση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hearsay, spread, spreading, diffusion, propagation, dissemination
διάδοση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rumor, habladuría, propagación, extensión, difusión, diseminación, la propagación
διάδοση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sage, gerücht, hörensagen, Verbreitung, Ausbreitung, Streuung, verbreiten, Verteilung
διάδοση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réputation, bruit, ouï-dire, renommée, rumeur, on-dit, propagation, diffusion, la propagation, dissémination, spread
διάδοση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diffusione, spread, la diffusione, propagazione, diffondersi
διάδοση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
renome, fama, propagação, disseminação, difusão, dispersão, espalhou
διάδοση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
befaamdheid, mare, faam, reputatie, gerucht, roem, roep, verspreiding, verspreiden, spreiding, spread, verspreid
διάδοση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
слух, молва, распространение, разброс, спрэд, спред, распространяться
διάδοση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spread, spredningen, spredning, spredt, spre
διάδοση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spridning, spridningen, sprids, spridnings
διάδοση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huhupuhe, kuulopuhe, juoru, huhu, leviäminen, levitä, leviämisen, leviämistä, levisi
διάδοση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spredning, spread, spredningen, udbredelsen, udbredelse
διάδοση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pověst, pomazánka, rozpětí, rozšíření, šířit, šíření
διάδοση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pogłoska, plotka, rozpiętość, rozpowszechnienie, rozwój, spread, rozprzestrzenianie
διάδοση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hallomás, spread, terjedése, terjedését, elterjedése, terjedésének
διάδοση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
söylenti, dedikodu, yayılma, yayılmış, yayılması, yayıldı, yaymak
διάδοση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поговір, поголоска, слух, поголос, поширення, розповсюдження, поширеною
διάδοση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përhap, përhapje, përhapur, përhapja, përhapjen
διάδοση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разпространение, разпространението, спред, разпространяване, разпространява
διάδοση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
распаўсюджванне, распаўсюд, распаўсюджанне, распаўсюджаньне
διάδοση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuuldus, kuulujutt, levik, leviku, levikut, levimise, levimist
διάδοση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glas, rekla-kazala, prepričavanje, širenje, širiti, proširila, širenja, namaz
διάδοση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kvittur, breiða, útbreiðslu, breiða út, útbreiðsla, breiðst út
διάδοση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rumor
διάδοση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paplitimas, plitimas, plitimą, plitimo, plisti
διάδοση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
baumas, izplatīšanās, izplatīties, izplatība, izplatīšanos, starpība
διάδοση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ширењето, се шири, шири, ширење, распон
διάδοση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zvon, răspândire, răspândirea, răspândirii, răspândit, raspandirea
διάδοση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
širjenje, namaz, razmik, širjenja, razširjenost
διάδοση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nátierka, pomazánka, natierka, nátierky