Утилизация στα ελληνικά

Μετάφραση: утилизация, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάρρωση, χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση
Утилизация στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безвольный στα ελληνικά - πλαδαρός, ασπόνδυλος, κουτσαίνω, χαλαρός, ψόφιος, gutless
  • буравить στα ελληνικά - άσκηση, τροχός, τριβελίζω, πλήττω, τρυπάνι, σουβλερός, διατρητικός, ...
  • взвешивание στα ελληνικά - ζύγισμα, ζύγισης, ζύγιση, ζυγίζουν, ζυγίζει
  • двинуть στα ελληνικά - σαλεύω, κίνηση, μετακομίζω, κινώ, μετακίνηση, μετάβαση, κινήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Утилизация στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάρρωση, χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση