Утомиться στα ελληνικά
Μετάφραση: утомиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαντλημένος, κούραση, κόπος, κόπωση, κουρασμένος, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блюститель στα ελληνικά - κηδεμόνας, επιστάτης, θυρωρός, σωματοφύλακας, φύλακας, θεματοφύλακας, κηδεμόνα, ...
- вытапливать στα ελληνικά - λιώνω, ζεσταίνω, ζέστη, θερμαίνω, στάζει, χυθεί
- вышеназванный στα ελληνικά - aforenamed
- дублировать στα ελληνικά - διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
Τυχαίες λέξεις
Утомиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαντλημένος, κούραση, κόπος, κόπωση, κουρασμένος, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα
Μεταφράσεις: εξαντλημένος, κούραση, κόπος, κόπωση, κουρασμένος, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα