Утраивать στα ελληνικά
Μετάφραση: утраивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τριπλασιάζω, τριπλός, τριπλούς, τρίκλινα, τριπλό, τριπλή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аншпуг στα ελληνικά - anshpug
- воротить στα ελληνικά - επιστροφή, αντιστρέφω, παίρνω, στρίβω, ανακτώ, αποκτώ, σειρά, ...
- вставной στα ελληνικά - λάθος, αναληθής, ψεύτικος, ψευδής, plug-in, προσθηκών
- жеребец στα ελληνικά - επιβήτορας, επιβήτορα, επιβήτωρ, επιβητόρων, επιβήτορα ίππο
Τυχαίες λέξεις
Утраивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τριπλασιάζω, τριπλός, τριπλούς, τρίκλινα, τριπλό, τριπλή
Μεταφράσεις: τριπλασιάζω, τριπλός, τριπλούς, τρίκλινα, τριπλό, τριπλή