Утрамбовать στα ελληνικά
Μετάφραση: утрамбовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πατημασιά, τσαλαπατώ, κριάρι, εμβολίζω, βήμα, κριός, έμβολο, RAM, μνήμη RAM
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абсурдный στα ελληνικά - ανακαλύπτω, ανεκτίμητος, τραγελαφικός, ξεθάβω, παράλογος, τερατώδης, αλλόκοτος, ...
- административно-хозяйственный στα ελληνικά - διαχειριστικός, διοικητική, διοικητικών, διοικητικές, διοικητικής, διοικητικά
- алжир στα ελληνικά - Αλγερία, algeria, Αλγερίας, την Αλγερία, της Αλγερίας
- балканский στα ελληνικά - Βαλκανίων, των Βαλκανίων, Βαλκανικό, βαλκανικές, Βαλκανικών
Τυχαίες λέξεις
Утрамбовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πατημασιά, τσαλαπατώ, κριάρι, εμβολίζω, βήμα, κριός, έμβολο, RAM, μνήμη RAM
Μεταφράσεις: πατημασιά, τσαλαπατώ, κριάρι, εμβολίζω, βήμα, κριός, έμβολο, RAM, μνήμη RAM