Утруждать στα ελληνικά

Μετάφραση: утруждать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοχλώ, ταλαιπωρία, μπελάς, φασαρία, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο
Утруждать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антивоенный στα ελληνικά - αντιπολεμικό, αντιπολεμική, αντιπολεμικά, αντιπολεμικών, αντιπολεμικού
  • бочок στα ελληνικά - πλευρό, πλαγιά, πτέρυγα, πλευρά, λαγόνα, λαγώνα
  • взбадривать στα ελληνικά - ζητωκραυγάζω, ενθαρρύνω, τζίντζερ, πιπερόριζα, το τζίντζερ, πιπερόριζας, πιπεροριζών
  • за στα ελληνικά - απέναντι, πάνω, ανά, τελείωσε, σε, κάθε, για, ...
Τυχαίες λέξεις
Утруждать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοχλώ, ταλαιπωρία, μπελάς, φασαρία, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο