Λέξη: ευαγγελίζομαι
Σχετικές λέξεις: ευαγγελίζομαι
ευαγγελίζομαι σημασία, ευαγγελίζομαι ετυμολογια, ευαγγελίζομαι υμιν
Μεταφράσεις: ευαγγελίζομαι
ευαγγελίζομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
annunciate, espoused, evangelizing, evangelizes, evangelize, tidings
ευαγγελίζομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
Desposada
ευαγγελίζομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verlobt, vermählt, eingetreten, vertrat, Vermählte
ευαγγελίζομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
annoncer, épousée, épousées, épousé, défendues, épousa
ευαγγελίζομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sposato, sposata, abbracciati, abbracciato, sposò
ευαγγελίζομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esposada, desposada, esposado, defendidos, esposados
ευαγγελίζομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aangehangen, omhelsd, espoused, omarmde, ondertrouwd
ευαγγελίζομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возвещать, объявлять, обрученной, обрученною, обрученною ему, обручил
ευαγγελίζομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfektet, forlovet, trolovet, trolovede, espoused
ευαγγελίζομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
espoused, stöddes, ansluta sig, hyllades, hyllar
ευαγγελίζομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kihlattu, kannattama, Kannattaen, omaksui, omaksumaa
ευαγγελίζομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trolovet, gik ind, slutter op, gik ind for, forfægtes
ευαγγελίζομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyhlásit, zvěstovat, přihlásil, se přihlásil, přihlásila, obhajovaným
ευαγγελίζομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zapowiadać, zwiastować, forsowane, poślubionej, poślubiona, poślubioną sobie
ευαγγελίζομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felkarolták, pártolt, felkarolta, osztott, magáévá
ευαγγελίζομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
benimsemiştir, benimsenen, savunduğu, savunan, benimsediği
ευαγγελίζομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сповістіть, зарученою, заручена, що заручена, зарученої, заручена з
ευαγγελίζομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fejova, fejuar, përqafuar, e fejuar, mbështetën
ευαγγελίζομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сгодена, сгодих, възприети, възприетите
ευαγγελίζομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заручанай, заручанай з
ευαγγελίζομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teadustama, omaks, omaks võetud, omaks võtnud, toetatava lihtsustamise, kihlatud
ευαγγελίζομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obznaniti, objaviti, zaručnicom, espoused, se zalaže, za koje se zalaže, koje se zalaže
ευαγγελίζομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
espoused
ευαγγελίζομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Vedęs
ευαγγελίζομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saderināto, atbalstījusi, atbalstītās, saderināju, atbalstāmu
ευαγγελίζομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
свршена, залагаа, се залага, се залагаа, залагал за
ευαγγελίζομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
însurat
ευαγγελίζομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zagovarja, predajala, zavzemali, zavzel, se zagovarja
ευαγγελίζομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prihlásil, prihlásenia, prihlasil, prihlásili
Τυχαίες λέξεις