Ухватка στα ελληνικά
Μετάφραση: ухватка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξη, τέχνη, φιλοτεχνία, κολάι, τρικ, συνήθεια, ικανότητα, ξεγελώ, εξημέρωση, επιδεξιότητα, κόλπο, τα γάντια του φούρνου, γάντια του φούρνου, γάντια φούρνου, γάντια κουζίνας, πυρίμαχα γάντια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- боа στα ελληνικά - βοάς, γούνα του λαιμού, Boa, Μπόα, Μποα
- выстригать στα ελληνικά - κόψιμο, κοπή, κόβω, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, ...
- гранатомет στα ελληνικά - προωθητής, εκτοξευτή, εκτοξευτής, εκτοξευτήρα, εκκινητή
- доплатной στα ελληνικά - μικρής, βραχείας, σύντομης, βραχεία, μικρών
Τυχαίες λέξεις
Ухватка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξη, τέχνη, φιλοτεχνία, κολάι, τρικ, συνήθεια, ικανότητα, ξεγελώ, εξημέρωση, επιδεξιότητα, κόλπο, τα γάντια του φούρνου, γάντια του φούρνου, γάντια φούρνου, γάντια κουζίνας, πυρίμαχα γάντια
Μεταφράσεις: έξη, τέχνη, φιλοτεχνία, κολάι, τρικ, συνήθεια, ικανότητα, ξεγελώ, εξημέρωση, επιδεξιότητα, κόλπο, τα γάντια του φούρνου, γάντια του φούρνου, γάντια φούρνου, γάντια κουζίνας, πυρίμαχα γάντια