Λέξη: γενναιότητα

Σχετικές λέξεις: γενναιότητα

γενναιότητα συνωνυμα

Συνώνυμα: γενναιότητα

γενναιότης, θάρρος, τόλμη, ανδρεία, ευψυχία, ικανότης, ικανότητα, σθένος, ανδραγαθία, αβρότης, ευγένεια, σθεναρότητα, παχύτητα, παχύτης

Μεταφράσεις: γενναιότητα

γενναιότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
courage, bravery, valor, braveness, prowess, gallantry

γενναιότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
valor, valentía, ánimo, bravura, la valentía, coraje

γενναιότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mut, tapferkeit, Tapferkeit, Mut, Tapferkeits, Bravour

γενναιότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
audace, hardiesse, bravoure, vaillance, courage, la bravoure, de bravoure, le courage

γενναιότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coraggio, valore, il coraggio, bravery, audacia

γενναιότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
denodo, ânimo, bravura, coragem, valentia, a bravura, ousadia

γενναιότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dapperheid, lef, durf, moed, de moed

γενναιότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мужество, дерзание, храбрость, бодрость, отважность, отвага, смелость, доблесть, дух, храбрости

γενναιότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mot, tapperhet, bravery, motet, tapperheten, heltemot

γενναιότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mod, glans, tapperhet, modet, bravery

γενναιότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uljuus, rohkeus, uskallus, urheus, urhoollisuus, rohkeutta, urheutta, rohkeudesta

γενναιότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mod, tapperhed, heltemod, bravery

γενναιότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
udatnost, kuráž, statečnost, statečnosti, odvaha, hrdinství

γενναιότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
animusz, otucha, odwaga, męstwo, waleczność, bravery, odwagi

γενναιότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bátorság, bátorságát, bátorságukat, bátorsággal, a bátorság

γενναιότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cesaret, yiğitlik, cesareti, bravery, kahramanlık

γενναιότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сміливість, відвага, мужність, хоробрість

γενναιότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trimëri, trimëria, trimërinë, guximi, guximin

γενναιότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
храброст, смелост, смелостта, храбростта

γενναιότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адвагу, адвага, храбрасць, мужнасць, смеласць

γενναιότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaprus, julgus, vapruse, vaprust, vapruse eest, julgusest

γενναιότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smjelost, hrabar, odvažnost, hrabrost, hrabrosti, odvažno, junaštvo, srčanost

γενναιότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjarkur, hugrekki, djörfung, hugur, Dirfska, hreysti

γενναιότητα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
virtus, ferocia

γενναιότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
drąsa, drąsą, narsa, narsumas, Bravery

γενναιότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
drosme, drošsirdība, drosmi, varonība, vīrišķība

γενναιότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
храброста, храброст, смелост, храброста на, за храброста

γενναιότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curaj, vitejie, curajul, vitejia, bravură

γενναιότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pogum, pogumu, poguma, bravery, hrabrost

γενναιότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odvaha, udatnosť, udatnosti
Τυχαίες λέξεις