Λέξη: τικ

Σχετικές λέξεις: τικ

τικ τοκ μικυ, τικ στο ματι, τικ τοκ, τικ και τελα, τικ ποντιακο, τικ τακ, τικ μονο, τικ τακ μπουμ, τικ τακ στιχοι, τικ διπλο, τακ τικ, tik, ξυλο τικ

Συνώνυμα: τικ

τσιμπούρι, σημάδι, στρωματόπανο, στρωματσόπανο, τίκ, ελαφρός κρότος

Μεταφράσεις: τικ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tick, teak, tics, tic
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
garrapata, teca, la teca, de teca, de la teca, madera de teca
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ticken, zeichen, zecke, inlett, vermerkzeichen, häkchen, matratzenbezug, augenblick, Teak, Teakholz
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tique, pointer, crédit, marque, teck, Teak, de teck, en teck, le teck
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
zecca, teak, teck, del teck, in teak, tek
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tiquetaque, tibetano, teca, Teak, de teca, do Teak, em teca
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
teek, teakhout, teak, teakhouten, teakhout in, teakhout op
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тиканье, отстукать, отметка, тик, отстукивать, галочка, распушить, кредит, доверие, чехол, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tikke, flått, teak, teak på, teak i
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
teak, Teakdäck, teak i
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puutiainen, punkki, rasti, teak, tiikki, teakpuuta, tiikkiä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Teak, Teak på, Teak i, af teak
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klíště, úvěr, teak, Teakový, Teaková, týk, z teakového
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cykać, oznaczać, takt, zaznaczyć, tyknięcie, kredyt, zakreślić, kleszcze, tykanie, tykać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kullancs, ciha, tíkfa, teak, Teakfa, Tikfa, Tek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kene, sakırga, tik ağacı, Teak, tik, tik kapli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
галочка, негайно, цокання, тик, ТВК, Тік, Тікове дерево, Тікове
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dru tik, tik, tik dru, me dru tik, dru tik me
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тик, Тиков, тиково дърво, Teak, Тикова
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цік, ТВК
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tikk, püür, tiksuma, tiikpuu, teak, Tiikpuust, tiikpuit
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kukica, otkucavati, otkucaj, tik, Teak, tikovine, tikovina, od tikovine
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
teak, Tekk
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
erkė, tikmedis, Tiko, Teak, tikmedžio, Tikei
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ērce, tīkkoks, Teak, tīks, tīkkoka, tīkkoku
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тиково, облога од тиково
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
căpuşă, Teak, tec, de Teak, de tec, lemn de tec
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
teak, tikovina, Tikova, tikovine
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
teak, tík

Στατιστικά δημοτικότητας: τικ

Τυχαίες λέξεις