Λέξη: παράγραφος

Σχετικές λέξεις: παράγραφος

παράγραφος με ορισμό, παράγραφος 2 του άρθρου 101 του ν. 2238/94, παράγραφος με παραδείγματα, παράγραφος word, παράγραφος α ́ του άρθρου 17 του π.δ. 60/2006 (φεκ α ́ 65), παράγραφος σύμβολο, παράγραφος 5 του άρθρου 6 του κ.φ.α.σ, παράγραφος 8 άρθρο 13 του ν. 1566/85, παράγραφος με αναλογία, παράγραφος 2 άρθρο 9 κφε

Συνώνυμα: παράγραφος

ρήτρα, όρος, αίρεση, άρθρο συνθήκης, πρόταση

Μεταφράσεις: παράγραφος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
paragraph
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
párrafo, apartado, el párrafo, el apartado, punto
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
paragraph, absatz, abschnitt, Absatz, Randnr, Absatzes, Ziffer, Abs
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rubrique, alinéa, article, paragraphe, le paragraphe, point, l'alinéa
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capoverso, paragrafo, punto, comma, al paragrafo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parágrafo, n.º, nº, no, ponto
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
paragraaf, artikel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
раздел, отступ, статья, абзац, параграф, пункт, пункте, пункта, пунктом
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avsnitt, punkt, paragraf, ledd, nr
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
notis, paragraf, punkt, stycke, stycket, i punkt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kappale, pykälä, kohta, kohdassa, kohdan, Edellä, kohtaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afsnit, stk, punkt, præmis, stykke
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
článek, odstavec, sloupec, paragraf, odst, bod, pododstavec, odstavce
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ustęp, akapit, paragraf, urywek, ust, pkt
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bekezdés, bekezdésben, bekezdése, bekezdésében, bekezdésének
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bent, paragraf, fıkra, paragrafı, fıkrası, paragrafın
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
абзац, стаття, розділ, параграф, пункт, пункту
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paragraf, paragrafi, paragrafin, paragrafit, pika
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
абзац, параграф, точка, ал, алинея, на параграф
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пункт, пасёлак
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõik, paragrahv, lõige, lõikes, lõike, lõikele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
članak, paragraf, stavak, odlomak, pasus, stav, stavka, stavku
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
málsgrein, mgr, lið, málsgreinar, liður
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
punktas, pastraipa, dalis, dalies, straipsnio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rindkopa, punkts, daļa, punktu, punktā, punkta
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
став, ставот, членот, параграф
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
paragraf, alineat, alineatul, punctul, alin
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
paragraf, odstavek, točka, odstavka, odstavku, odstavkom
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
paragraf, odsek, ods, odseku, bod

Στατιστικά δημοτικότητας: παράγραφος

Τυχαίες λέξεις