Ухитряться στα ελληνικά

Μετάφραση: ухитряться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διευθύνω, εφευρίσκω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, επινοώ, μηχανεύομαι, contrive
Ухитряться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бобышка στα ελληνικά - αφεντικό, το αφεντικό, αφεντικού, αφεντικό του, αφεντικό της
  • валерьянка στα ελληνικά - βαλεριάνα, βαλεριάνας, η βαλεριάνα, τον Valerian, βαλεριανής
  • ведущий στα ελληνικά - κύριος, κορυφαίος, κορυφή, ηγετικός, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, ...
  • вышеназванный στα ελληνικά - aforenamed
Τυχαίες λέξεις
Ухитряться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διευθύνω, εφευρίσκω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, επινοώ, μηχανεύομαι, contrive