Учетверять στα ελληνικά

Μετάφραση: учетверять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τετραπλασιάζω, τετραπλάσιος, τετραπλάσιο, Τετράκλινο, τετράκλινα, Quadruple
Учетверять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • борт στα ελληνικά - σανίδα, χείλος, πρεβάζι, πλευρά, μεριά, επιβιβάζομαι, μαξιλάρι, ...
  • гуано στα ελληνικά - γκουανό, το γκουανό, γουανό, guano
  • декадентство στα ελληνικά - παρακμή, παρακμής, την παρακμή, της παρακμής, κατάπτωση
  • дослушать στα ελληνικά - αφουγκράζομαι, ακούω, για να ακούσετε, να ακούσετε, να ακούσει, να ακούσουν, να ακούτε
Τυχαίες λέξεις
Учетверять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τετραπλασιάζω, τετραπλάσιος, τετραπλάσιο, Τετράκλινο, τετράκλινα, Quadruple