Λέξη: εξευμενίζω
Σχετικές λέξεις: εξευμενίζω
εξευμενίζω ορισμόσ
Συνώνυμα: εξευμενίζω
μαλακώνω, καθησυχάζω, καταπραΰνω, ειρηνεύω, εξιλεώ, εξιλεώνω
Μεταφράσεις: εξευμενίζω
εξευμενίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
propitiate, placate
εξευμενίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
propiciar, propiciará, propiciar a, propiciar la, propiciar el
εξευμενίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besänftigen, versöhnen, zu versöhnen, zu besänftigen, propitiate
εξευμενίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rapprocher, concilier, raccommoder, se concilier, apaiser, propitiate, rendre propice
εξευμενίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
propiziarsi, propiziare, propitiate, propizio, propiziare la
εξευμενίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
propiciar, propriedade, fazenda, granja, propiciam, propitiate, propicia, propiciem
εξευμενίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzoenen, gunstig stemmen, gunstig te stemmen, te verzoenen, gunstig doen stemmen
εξευμενίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умилостивить, успокаивать, примирять, умиротворять, умилостивлять, умилостивления, задобрить, умилостивляют
εξευμενίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
propitiate
εξευμενίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blidka
εξευμενίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lepyttää, lepytellä
εξευμενίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
formilde, forsone
εξευμενίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
usmířit, smiřovat, usmíří, uchlácholit
εξευμενίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przejednywać, zjednywać, przejednać, przebłagać, skłaniać, jednać, zjednać, przebłagania, propitiate
εξευμενίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megbékített, kiengesztelt, megbékít, kiengesztel, kiengeszteljék, kiengesztelni
εξευμενίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yatıştırmak, gönlünü, propitiate, teskin, gönlünü almak
εξευμενίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
близькість, споріднення, подобу, спорідненість, умилостивити, вмилостивити, подобатися своєму, подобатися, задобрити
εξευμενίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
marr me të mirë, marr, marr me, qetësoj, zbut
εξευμενίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умилостивявам, умилостивят, умилостиви, омилостивят, предразполагам към себе си
εξευμενίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўласкавіць, уласкавіць, ўміласцівіць, улагодзіць, ўмілажаліць
εξευμενίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Lepytellä, olla meelepärane, meelepärane, Lepyttää
εξευμενίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
blizina, srodnost, bliskost, umilostiviti, umiriti
εξευμενίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
propitiate
εξευμενίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
permaldauti, sutaikinti, Pielabināt, Iežēlināt, nuraminti
εξευμενίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iežēlināt, pielabināt, samierināt
εξευμενίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
propitiate
εξευμενίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
împăca, îmbuna, îmblânzi, aL îmbuna, potolească
εξευμενίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Umilostiviti
εξευμενίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uzmieriť, zmieriť, pomeriť, zmierenie, uzmierit