Ушко στα ελληνικά
Μετάφραση: ушко, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμπάρι, κρατώ, οφθαλμός, αυτί, μάτι, αυτιού, αυτιών, ωτός, του αυτιού
Μεταφράσεις
- актриса στα ελληνικά - ηθοποιός, ηθοποιό, ηθοποιού, την ηθοποιό, η ηθοποιός
- вертящийся στα ελληνικά - στροβιλίζεται, στροβίλισμα, whirling, στροβιλίζονται, στροβιλισμού
- забитый στα ελληνικά - φραγμένο, φραγμένα, φράξει, φραγμένες, βουλώσει
- зависимость στα ελληνικά - υπεξουσιότητα, εξάρτηση, εξάρτησης, εξάρτηση από, εξάρτησης από, της εξάρτησης
Τυχαίες λέξεις
Ушко στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμπάρι, κρατώ, οφθαλμός, αυτί, μάτι, αυτιού, αυτιών, ωτός, του αυτιού
Μεταφράσεις: αμπάρι, κρατώ, οφθαλμός, αυτί, μάτι, αυτιού, αυτιών, ωτός, του αυτιού