Фабриковать στα ελληνικά
Μετάφραση: фабриковать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαστογραφία, κέρμα, κατασκευάζω, εφευρίσκω, κάλπικος, πλαστός, επινοώ, κατασκευή, την κατασκευή, κατασκευάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анимизм στα ελληνικά - ανιμισμός, ανιμισμού, ανιμισμό, animism, τον ανιμισμό
- вилы στα ελληνικά - δίκρανο, Δικρανιά, pitchfork, Δικρανιά για, δικράνι
- вытье στα ελληνικά - ουρλιάζω, ουρλιαχτό, ουρλιάζοντας, ουρλιάζει, ουρλιάζουν, howling
- дееспособность στα ελληνικά - ικανότητα, αποτελεσματικότητα, δραστηριότητα, αρμοδιότητα, χωρητικότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Фабриковать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαστογραφία, κέρμα, κατασκευάζω, εφευρίσκω, κάλπικος, πλαστός, επινοώ, κατασκευή, την κατασκευή, κατασκευάσει
Μεταφράσεις: πλαστογραφία, κέρμα, κατασκευάζω, εφευρίσκω, κάλπικος, πλαστός, επινοώ, κατασκευή, την κατασκευή, κατασκευάσει