Λέξη: ρυάκι

Σχετικές λέξεις: ρυάκι

ρυάκι σου, ρυάκι συνώνυμα, ρυάκι στα αγγλικά, ρυάκι αγγλικά, τεχνητό ρυάκι

Συνώνυμα: ρυάκι

ποταμάκι, ποτάμι

Μεταφράσεις: ρυάκι

ρυάκι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
creek, stream, brook, rivulet, brooklet

ρυάκι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ensenada, arroyo, flujo, riachuelo, corriente, arroyo de, de arroyo, brook

ρυάκι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
strömung, strömen, flüsschen, wasserlauf, strom, bach, Bach, Baches, brook

ρυάκι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
partager, kyrielle, baie, cours, flot, flux, entrelardé, strié, ruisseau, avalaison, rayé, rivière, courant, jet, diviser, Brook, omble, omble de, l'omble

ρυάκι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corrente, profluvio, flusso, ruscello, grondare, Brook, torrente, rio, ruscello di

ρυάκι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raia, regatos, córrego, corrente, ribeiro, riacho, fluxo, arroio, Brook, ribeiro de

ρυάκι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beek, stroom, kreek, huidig, loop, waterloop, stroming, beekje, Brook, de Beek

ρυάκι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воды, течение, приток, фонтан, река, ручей, бухта, лукоморье, излиться, поток, бухточка, ток, излучать, изливаться, струя, струиться, Брук, Brook, ручья, ручеек

ρυάκι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strøm, elv, bekk, bekke, bekken, brook

ρυάκι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vik, ström, bäck, Brook, bäcken

ρυάκι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lahti, hulmuta, puro, väylä, valua, vesistö, vesitie, liehua, joki, virta, virtaus, vuotaa, Brook, puron, purosta, ojan

ρυάκι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
strøm, bæk, Brook, bækken, åen

ρυάκι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dělit, proudit, proud, zátoka, potok, řeka, záliv, tok, Brook, potoka, potůček

ρυάκι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nurt, napływać, strumyk, prąd, powiać, wpływać, dzielić, spływać, strumień, ociekać, zatoczka, potok, zatoka, potoczek, rzeczka, brook

ρυάκι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
özönlés, áradat, áramlás, áram, patak, Brook, patakba, patakon

ρυάκι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ırmak, akım, çay, akıntı, dere, brook, deresi

ρυάκι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затоку, бухта, випромінювати, води, затока, ріка, заливши, струмінь, витікати, струмок, ручей, потічок, ручай

ρυάκι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rryma, përrua, Brook, përroi, kohe përroi, përroin

ρυάκι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
течение, залив, ручей, Брук, Brook, поток, поточе

ρυάκι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ручай, раўчук, ручей, ручэй, ручаіну

ρυάκι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oja, jõesuue, hoovus, hoovama, Brook, on Brook, ojast

ρυάκι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rijeka, niz, draga, bujica, struja, potoku, tok, potok, Brook, potočić, potočne, potok koji

ρυάκι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lækur, Brook

ρυάκι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vena, amnis

ρυάκι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
srautas, upelis, upokšnis, srovė, Brook, kinės, Brookas

ρυάκι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strauts, upīte, upe, straume, Brook, strauta, strautiņš

ρυάκι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Брук, Brook, потокот, поточе, приливот

ρυάκι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curent, pârâu, Brook, pârâului, pârâul, fântânel

ρυάκι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potok, záliv, zátoka, sled, potočna, brook, potoku, potočne

ρυάκι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zátoka, záliv, prúd, potok, stream
Τυχαίες λέξεις