Фальсифицированный στα ελληνικά

Μετάφραση: фальсифицированный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σοφιστικέ, εξεζητημένος, καλλιεργημένος, νοθευμένων, νοθευμένο, νοθευμένα, νοθευμένου, το νοθευμένο
Фальсифицированный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспредельный στα ελληνικά - απεριόριστος, άπειρος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα
  • бинт στα ελληνικά - επίδεσμος, επίδεσμο, επιδέσμου, επιδέσμου που
  • древесный στα ελληνικά - δασώδης, ξυλώδης, ξυλώδη, ξυλωδών, ξυλώδες, ξυλώδους
  • ерепениться στα ελληνικά - κλοτσώ, γουρουνότριχα, τριχών, τρίχες, τρίχα, τρίχας
Τυχαίες λέξεις
Фальсифицированный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σοφιστικέ, εξεζητημένος, καλλιεργημένος, νοθευμένων, νοθευμένο, νοθευμένα, νοθευμένου, το νοθευμένο