Λέξη: τσαλαπατώ
Σχετικές λέξεις: τσαλαπατώ
τσαλαπατώ lyrics, τσαλαπατώ - maraveyas ilegàl στιχοι, τσαλαπατώ στίχοι, τσαλαπατώ maraveyas, μαραβέγιας τσαλαπατώ, τσαλαπατώ μαραβέγιας στίχοι
Συνώνυμα: τσαλαπατώ
πατώ, ποδοπατώ, καταπατώ
Μεταφράσεις: τσαλαπατώ
τσαλαπατώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trample, tread
τσαλαπατώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hollar, pisar, pisotear, pisotean, atropellar
τσαλαπατώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trampeln, schritt, profil, zertrampeln, Füßen treten, mit Füßen treten, Füßen zu treten
τσαλαπατώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marche, allure, semelle, train, cheminer, écraser, escabeau, piétiner, fouler, démarche, marcher, pas, bafouer, fouler aux pieds, piétinement
τσαλαπατώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
procedere, passo, camminare, calpestare, travolgere, calpesteranno, calpestano, calpesterà
τσαλαπατώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
passo, traiçoeiro, pisar, calcar, atropelar, pisotear, pisam
τσαλαπατώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tred, treden, schrede, stap, lopen, schrijden, stappen, vertrappen, vertreden, vertrappelen, voeten treden, te vertrappen
τσαλαπατώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спаривание, утрамбовать, притаптывать, утаптывать, топтание, топанье, утоптать, истаптывать, помять, давить, растоптать, топот, ступить, ступенька, подошва, попрание, топтать, попирать, Пробивной удар, растаптывать
τσαλαπατώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tråkke, tråkker, trampe, trå, tramper
τσαλαπατώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trampa, stiga, trampar, trampa ner, trample, trampa på
τσαλαπατώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
talsia, tallustaa, askelma, talloa, kulkea, tallustella, sortaa, askel, tallata, polkea, tallaavat, polkemaan
τσαλαπατώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gang, trampe, træde, nedtræde, tramper, at trampe
τσαλαπατώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pošlapat, dupat, kráčet, podupat, krok, šlapat, schod, chůze, jít, našlapovat, rozšlapat, trample, pošlapou
τσαλαπατώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgnieść, zdeptać, kroczyć, udeptywać, podeptać, stąpać, udeptać, stratować, wygnieść, krocz, bieżnik, rozdeptać, chód, stopnica, tratować, deptać, trample, depczą
τσαλαπατώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
futófelület, elnyom, tapossák, eltipor, tiporják, lábbal tiporják
τσαλαπατώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ezmek, çiğnemek, ayaklar altına, trample, ayaklar altına aldık
τσαλαπατώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чавити, топтання, хода, потоптання, ланку, травма, ступінь, тиснути, тупцювання, спаровування, ланка, топтати, топтатимуть, топтатиме
τσαλαπατώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkel, shkelin, i shkelin, shkelni, të shkelë
τσαλαπατώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
топката, погазване, газя, стъпчат, погазвам, газене
τσαλαπατώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
таптаць, таптаць яго, таптацьме, мясіць
τσαλαπατώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tallama, sõtkuma, roomik, trampimine, trampima, trambivad, trampida, Polkea, jalge alla tallata
τσαλαπατώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hod, pedala, gaziti, papuča, zgaziti, ići, gaze, gazite, zgazit
τσαλαπατώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
troða, mundu troða, fótum troða, troða fótum, troðið
τσαλαπατώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eisena, žingsnis, mindžioti, trypti, sutrypti, paminti, trypimas
τσαλαπατώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
solis, mīdīt, Izmīšanas, sabradāt, samīt, mīdīties
τσαλαπατώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
газат, згазат, газете, ја газиме, прегазат
τσαλαπατώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pas, disprețui, zdupăi, calce, călca, calce în picioare
τσαλαπατώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stopa, potepta, poteptali, teptajo, pohodijo, Zgaziti
τσαλαπατώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stopa, krok, šliapať, šlapať, šľapať, pedálovať, šliapať do pedálov
Τυχαίες λέξεις