Фасовщик στα ελληνικά
Μετάφραση: фасовщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσκευαστής, συσκευαστή, του συσκευαστή, ο συσκευαστής, συσκευαστού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- внутримышечный στα ελληνικά - ενδομυϊκή, ενδομυϊκής, ενδομυϊκές, την ενδομυϊκή, η ενδομυϊκή
- деформироваться στα ελληνικά - σχήμα, διαμορφώνω, διογκώνω, μορφώνω, αρμόζω, γίνομαι, σχηματίζω, ...
- донашивать στα ελληνικά - δίνω, παραδίνω, συνεχίσει να φοράει, συνεχίζουν να φορούν τιςγραφικές
- досадливый στα ελληνικά - πικρόχολος, ενόχληση, ενόχλησης, όχλησης, όχληση, την ενόχληση
Τυχαίες λέξεις
Фасовщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσκευαστής, συσκευαστή, του συσκευαστή, ο συσκευαστής, συσκευαστού
Μεταφράσεις: συσκευαστής, συσκευαστή, του συσκευαστή, ο συσκευαστής, συσκευαστού