Λέξη: τουρσί
Σχετικές λέξεις: τουρσί
τουρσί συνταγή, τουρσί λαχανικών, τουρσί κουνουπίδι, τουρσί ετυμολογία, τουρσί λάχανο, τουρσί μελιτζανάκι, τουρσί αγγούρι, τουρσί καρότο συνταγή, τουρσί θερμίδες
Συνώνυμα: τουρσί
άλμη, οξάλμη, σαλαμούρα, αμηχανία, ανάμικτο τουρσί
Μεταφράσεις: τουρσί
τουρσί στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pickle, pickles, pickled, of pickled, pickle vegetables
τουρσί στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escabeche, escabechar, adobar, adobo, aprieto, pickle, pepinillo
τουρσί στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
metallbeize, beizen, essiggurke, Essiggurke, Pickles, Beize, Lake, pickle
τουρσί στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marinade, mariner, pétrin, saumure, Pickle, cornichon
τουρσί στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sottaceto, salamoia, pickle, sottaceti, decapaggio
τουρσί στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
captar, decapar, salmoura, pickle, picles, da salmoura, de picles
τουρσί στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inleggen, inmaken, augurk, pickle, groenten in het zuur, zuur
τουρσί στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
замариновать, рассол, маринад, разносол, маринады, мариновать, соленья, солить, намариновать, насолить, протрава, засолить, маринованные
τουρσί στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pickle, innlagt agurk, sylte, sylteagurker, sylteagurk
τουρσί στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pickle, ättikslag, knipa, gravar, knipan
τουρσί στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vintiö, suolakurkku, suolakurkkua, pickle, suolavedessä
τουρσί στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lage, pickle, syltet agurk, lagen, pickles
τουρσί στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nakládat, naložit, marináda, lák, Solené, pickle, okurkou
τουρσί στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zasolić, marynata, bejcować, korniszon, marynować, zabejcować, kisić, zalewa, łobuz, peklować, pickle, Peklowanie, marynowane, słone
τουρσί στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pác, savanyú, Fűszeres, lé, Savanyús
τουρσί στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
turşu, pickle, pikle, salamura, zor durum
τουρσί στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
замаринувати, маринувати, розсіл, маринуйте, розсоли, Розсол, ропа
τουρσί στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
turshi, bela, turshi të, telash, shëllirë
τουρσί στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
туршия, палавник, декапирам, правя туршия от, байцвам
τουρσί στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
расол, рассол
τουρσί στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
marineerima, marinaad, hapukurk, pickle, hapukurgi
τουρσί στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rasol, kiseli krastavac, turšija, marinad, pickle, nestašno dijete
τουρσί στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
súrum gúrkum, gúrkum
τουρσί στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
marinatas, marinuoti, raugintas agurkas, apraugti, išrauginti
τουρσί στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kodne, sālījumi, pickle, sālījums, marināde
τουρσί στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
марината, кисел, саламура
τουρσί στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
murătură, pickle, decapare, de decapare, muratura
τουρσί στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
marináda, škripcih, pickle, Turšija, kumara
τουρσί στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
marináda, rôsol, nálev, batov, lák
Στατιστικά δημοτικότητας: τουρσί
Τυχαίες λέξεις