Фасоль στα ελληνικά
Μετάφραση: фасоль, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φασόλι, φασόλια, τα φασόλια, κόκκους, φασολιών, κόκκοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атрибутивный στα ελληνικά - προσδιοριστικό, προσδιοριστικός
- афелий στα ελληνικά - αφήλιο, αφήλιο το, το αφήλιο, στο αφήλιο
- вздорожание στα ελληνικά - εκτίμηση, ανατίμηση, εκτίμησή, την εκτίμησή, εκτίμησης
- героический στα ελληνικά - ηρωϊκός, ηρωική, ηρωικό, ηρωικές, ηρωικής
Τυχαίες λέξεις
Фасоль στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φασόλι, φασόλια, τα φασόλια, κόκκους, φασολιών, κόκκοι
Μεταφράσεις: φασόλι, φασόλια, τα φασόλια, κόκκους, φασολιών, κόκκοι