Фискалить στα ελληνικά

Μετάφραση: фискалить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λέω, κουτσομπολεύω, αφηγούμαι, διηγούμαι, ξεχωρίζω, δημοσιονομικός, Η δημοσιονομική, Δημοσιονομική, Φορολογικά, Φορολογικό
Фискалить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автопилот στα ελληνικά - αυτόματο, αυτοματικός, αυτόματο πιλότο, αυτόματου πιλότου, αυτόματος πιλότος, του αυτόματου πιλότου
  • висячий στα ελληνικά - ανάρτηση, εναιώρημα, αναστολή, αναστολής, αιώρημα
  • гранить στα ελληνικά - κόψιμο, κόβω, κοπή, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
  • добросердечность στα ελληνικά - ωριμότητα, ωριμότης
Τυχαίες λέξεις
Фискалить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λέω, κουτσομπολεύω, αφηγούμαι, διηγούμαι, ξεχωρίζω, δημοσιονομικός, Η δημοσιονομική, Δημοσιονομική, Φορολογικά, Φορολογικό