Хваткий στα ελληνικά

Μετάφραση: хваткий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κερδομανής, έντεχνος, επιτήδειος, ανυποχώρητος, επίμονος, μουσίτσα, δυνατός, ικανός, αρπακτικός, πιάνοντας, πιάσει, να πιάσει, πιάσιμο
Хваткий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • балюстрада στα ελληνικά - κιγκλίδωμα, κιγκλιδώματος, κάγκελα, παραπέτο, κάγκελο
  • бороться στα ελληνικά - μάχομαι, λάκκος, μοιράζω, αγορά, παλεύω, σκαρφαλώνω, ορυχείο, ...
  • выпуклость στα ελληνικά - αφεντικό, πρήξιμο, διογκώνω, χερούλι, πρήζω, φλεγμονή, καρούμπαλο, ...
  • детективный στα ελληνικά - ντετέκτιβ, αστυνομικό, αστυνομικών, ντέντεκτιβ, αστυνομικός
Τυχαίες λέξεις
Хваткий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κερδομανής, έντεχνος, επιτήδειος, ανυποχώρητος, επίμονος, μουσίτσα, δυνατός, ικανός, αρπακτικός, πιάνοντας, πιάσει, να πιάσει, πιάσιμο