Хмуриться στα ελληνικά
Μετάφραση: хмуриться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δένω, σκυθρωπιάζω, πυκνώνω, συνοφρυώνομαι, πήζω, κατσουφιάζω, συνοφρύουμαι, συνοφρύωμα, συνοφρυώματος, συνοφρύωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акрополь στα ελληνικά - ακρόπολη, Ακρόπολης, της Ακρόπολης, Ακροπόλεως, την Ακρόπολη
- вместилище στα ελληνικά - χωρητικότητα, αποθήκη, ταμείο, αποθετήριο, αρχείο καταγραφής, χώρο αποθήκευσης, repository
- двадцатилетний στα ελληνικά - είκοσι, εικοστή, από είκοσι
- живить στα ελληνικά - ζωντανεύω, εμψυχώνω, έμψυχος, zhivit
Τυχαίες λέξεις
Хмуриться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δένω, σκυθρωπιάζω, πυκνώνω, συνοφρυώνομαι, πήζω, κατσουφιάζω, συνοφρύουμαι, συνοφρύωμα, συνοφρυώματος, συνοφρύωση
Μεταφράσεις: δένω, σκυθρωπιάζω, πυκνώνω, συνοφρυώνομαι, πήζω, κατσουφιάζω, συνοφρύουμαι, συνοφρύωμα, συνοφρυώματος, συνοφρύωση