Ходовой στα ελληνικά
Μετάφραση: ходовой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργικός, τρέξιμο, λειτουργία, λειτουργίας, τρέχει, διεξαγωγή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бальзамирование στα ελληνικά - ταρίχευση, ταρίχευσης, ταριχευτή, του ταριχευτή, μουμιοποίησης
- вчинить στα ελληνικά - διαπράττω, κάνω, δεσμεύω, την έναρξη, έναρξη, κίνηση, την κίνηση, ...
- декларировать στα ελληνικά - διαλαλώ, προκηρύσσω, καταδεικνύω, προφέρω, δηλώνω, δηλώνουν, δηλώσει, ...
- дистиллятор στα ελληνικά - ακίνητος, ήρεμος, γαλήνιος, ποτοποιός, οινοπνευματοποιό, οινοπνευματοποιός, οινοπνευματοποιού, ...
Τυχαίες λέξεις
Ходовой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργικός, τρέξιμο, λειτουργία, λειτουργίας, τρέχει, διεξαγωγή
Μεταφράσεις: λειτουργικός, τρέξιμο, λειτουργία, λειτουργίας, τρέχει, διεξαγωγή