Λέξη: ευθυγραμμίζω

Συνώνυμα: ευθυγραμμίζω

φέρω εις γραμμή, σχοινομετρώ

Μεταφράσεις: ευθυγραμμίζω

ευθυγραμμίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
align, collimate

ευθυγραμμίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alinear, alinee, alinearse, armonizar, ajustar

ευθυγραμμίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausgerichtet, ausrichten, auszurichten, richten, align

ευθυγραμμίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alignent, affleurer, acquitter, niveler, alignez, aplanir, ranger, alignons, araser, dresser, disposer, aligner, redresser, harmoniser, alignement, aligner les

ευθυγραμμίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adeguare, allineare, allinearsi, allineare i, allinearlo, allineare le

ευθυγραμμίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alinhar, alinhe, alinhamento, alinham, alinhar os

ευθυγραμμίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
richten, uitlijnen, lijn, af te stemmen, lijnen

ευθυγραμμίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выравнивать, настраивать, нацеливать, строиться, равняться, выровнять, выстроить, нацелить, выравнивания, согласовать, совместите, выровняйте

ευθυγραμμίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
justere, justerer, juster, justeres, tilpasse

ευθυγραμμίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rikta, anpassa, ansluter, justera, rikta in

ευθυγραμμίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asetella, kohdista, yhdenmukaistaa, yhdenmukaistettava, kohdistaa, yhdenmukaistamiseksi

ευθυγραμμίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilpasse, tilslutter, justere, bringe, tilpasning

ευθυγραμμίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyřídit, vyrovnat, rozestavit, zarovnat, zarovnávat, srovnat, uspořádat, seřadit, sladit, zarovnejte, zarovnání

ευθυγραμμίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zestrajać, ustawiać, szeregować, porządkować, zharmonizować, regulować, wyrównywać, justować, orientować, osiować, ujednolicić, wyrównać, zrównać, dostosowanie, dostosowania, dostosować

ευθυγραμμίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
igazítsa, összehangolja, összehangolása, igazítani, csatlakoznak

ευθυγραμμίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hizalama, hizalamak, hizaya, hizalayın, uyum

ευθυγραμμίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
націлювати, набудовувати, будуватись, націлити, вирівняти

ευθυγραμμίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
të lidhur, lidhur, përafrojnë

ευθυγραμμίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
уеднаквят, приведе, подравняване, приведат, приведе в съответствие

ευθυγραμμίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выраўнаваць, выраўняць

ευθυγραμμίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
joonduma, joondama, viia, ühtlustada, viimiseks, joondada

ευθυγραμμίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svrstati, poredati, uskladiti, poravnajte, poravnati, usklađivanje

ευθυγραμμίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samræma, að samræma, align, aðlaga

ευθυγραμμίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lygiuoti, suderinti, derinti, prisijungia, suvienodinti

ευθυγραμμίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pievienoties, saskaņot, saskaņotu, pielāgotu, pielīdzināt

ευθυγραμμίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
усогласат, се усогласат, усогласување, усогласи, усогласување на

ευθυγραμμίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alinia, alinieze, alinierea, aliniați, alinierii

ευθυγραμμίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poravnajte, uskladiti, uskladi, poravnati, uskladila

ευθυγραμμίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyrovnať, kompenzovať, čeliť, riešiť, zvládnuť
Τυχαίες λέξεις