Хозяйственный στα ελληνικά
Μετάφραση: хозяйственный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικονομικός, φειδωλός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бюро στα ελληνικά - εξουσία, πρακτορείο, αυθεντία, πισίνα, υπηρεσία, γραφείο, θώκος, ...
- вздувание στα ελληνικά - πρήξιμο, φλεγμονή, σηκώνω, ανύψωση, ανώθησης, ανεβοκατεβάσματος, ταλαντεύσεως
- ворчать στα ελληνικά - τζαναμπέτης, μαλώνω, γκρινιάρης, αποπαίρνω, γκρινιάζω, μεμψιμοιρώ, κοάζω, ...
- директорский στα ελληνικά - προεδρικός, διευθυντικός, σκηνοθετικό, Το σκηνοθετικό, σκηνοθετική, σκηνοθετικής, σκηνοθετικό του
Τυχαίες λέξεις
Хозяйственный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικονομικός, φειδωλός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
Μεταφράσεις: οικονομικός, φειδωλός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές