Царапаться στα ελληνικά
Μετάφραση: царапаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξύνω, διαταράσσω, αμυχή, γρατσουνιά, σκαρφαλώνω, γρατσουνίζω, Scratch, μηδέν, το μηδέν, γρατσουνιές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспроводный στα ελληνικά - ασύρματο, ασύρματος, ασύρματη, ασύρματου, ασύρματης
- вкрапиться στα ελληνικά - βρίσκομαι, είμαι, διανύω, διασπείρω, διανθίστε, διασπείρει, διανθίζουν, ...
- вперемешку στα ελληνικά - σε, φύρδην μίγδην
- дутый στα ελληνικά - ψεύτικος, ψεύτικη, ψεύτικα, ψεύτικης, ψεύτικο
Τυχαίες λέξεις
Царапаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξύνω, διαταράσσω, αμυχή, γρατσουνιά, σκαρφαλώνω, γρατσουνίζω, Scratch, μηδέν, το μηδέν, γρατσουνιές
Μεταφράσεις: ξύνω, διαταράσσω, αμυχή, γρατσουνιά, σκαρφαλώνω, γρατσουνίζω, Scratch, μηδέν, το μηδέν, γρατσουνιές