Цедить στα ελληνικά

Μετάφραση: цедить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρησαρίζω, διηθώ, στραμπουλίζω, τεντώνω, φίλτρο, ζόρι, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους
Цедить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безголосый στα ελληνικά - άφωνος, δεν έχουν φωνή, όσους δεν έχουν φωνή, άφωνων, άφωνες
  • густота στα ελληνικά - ουσία, πυκνότητα, βάθος, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
  • дегустатор στα ελληνικά - βαγενάς, βαρελάς, γευόμενος, δοκιμαστή, δοκιμαστής, δοκιμαστικά, τον δοκιμαστή
  • документарный στα ελληνικά - ντοκιμαντέρ, ντοκυμαντέρ, εγγράφων, έγγραφα, τεκμηρίωσης
Τυχαίες λέξεις
Цедить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρησαρίζω, διηθώ, στραμπουλίζω, τεντώνω, φίλτρο, ζόρι, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους